Κάτω από τη βάση το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα
Η ανάκαμψη μετά την αποκατάσταση της σταθερότητας στην ελληνική οικονομία την τελευταία 4ετία συμβάδισε με την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος. Ως αποτέλεσμα, η ενίσχυση των εισοδημάτων μέσα από την ανάπτυξη και τη συγκρατημένη μείωση των φόρων προσκρούει στην εκτόξευση του κόστους διαβίωσης, μετά την πανδημία και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Συντηρεί έτσι νωπές τις δομικές συνέπειες της πολυετούς οικονομικής καθήλωσης.
Ομως δεν είναι μόνο οι μισθοί. Το επίπεδο διαβίωσης σε μια χώρα μετριέται και συγκρίνεται με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης του εισοδήματος. Λαμβάνεται έτσι υπόψη το κόστος της διαβίωσης. Εξηγώντας και τη μαζική έξοδο καταρτισμένων νέων επαγγελματιών τα χρόνια που προηγήθηκαν, το επίπεδο διαβίωσης στην Ελλάδα κατέγραψε σαφή πτώση την προηγούμενη δεκαετία, εξαιτίας της κρίσης. Κατά συνέπεια, η χώρα μας το 2021 βρισκόταν οριακά κάτω από την Κροατία και τη Σλοβακία ή οριακά πάνω από την Τουρκία και τη Βουλγαρία σε όρους επιπέδου διαβίωσης – κατατάσσεται 32η ανάμεσα σε 40 χώρες (Eurostat).
Οι πληθωριστικές πιέσεις με όχημα την ενεργειακή κρίση αλλά και η αλματώδης αύξηση των τιμών στα ακίνητα με οδηγό τον τουρισμό και την ξένη ζήτηση, της τάξης του 40%-50% την τελευταία 4ετία, ενισχύουν τα κόστη σε σχέση με τα εισοδήματα. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το κόστος στέγασης μαζί με τη θέρμανση στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 27% της δαπάνης των μισθωτών που κερδίζουν μέχρι 750 ευρώ τον μήνα, ένα υψηλό ποσοστό το οποίο μειώνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα (ΕΛΣΤΑΤ).
Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι 4 στα 10 νοικοκυριά δαπανούν το 40% του εισοδήματος για τα αναγκαία προς το ζην, ποσοστό που διαμορφώνεται σαφώς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με την αγοραστική δύναμη στην Ε.Ε. να έχει σημειώσει αύξηση 1,9% σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, η Ελλάδα παραμένει 22η στην ευρωπαϊκή κατάταξη – το μέσο ποσό για καταναλωτικές δαπάνες αγγίζει τις 9.433 ευρώ ετησίως ή 786 ευρώ μηνιαίως (EURES).
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, είναι μάλλον θετικό το γεγονός ότι το 63% των Ελλήνων κατοικεί σε ιδιόκτητο σπίτι. Μόλις το 10% διαμένει σε κατοικία για την οποία έχει λάβει ενυπόθηκο στεγαστικό δάνειο και το 21,5% καταβάλλει ενοίκιο για στέγαση (ΟΟΣΑ). Επιπλέον, στον επίσημο τομέα δεν συνυπολογίζεται το ύψος της παραοικονομίας, η οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς δημιουργεί «μαξιλάρι» που συνολικά αγγίζει έως και τα 40 δισ. ευρώ.
Μπροστά στο υψηλό κόστος διαβίωσης, οι εργαζόμενοι διεκδικούν μισθολογικές αυξήσεις. Από την πλευρά τους, οι επιχειρήσεις ζητούν γενναία μείωση του μη μισθολογικού κόστους από το κράτος, ώστε και η ανταγωνιστικότητα να μη χαθεί και τα εισοδήματα να αυξηθούν. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ενόψει της νέας τετραετίας –έχουν μειωθεί κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες– όπως και νέα αύξηση του κατώτατου μισθού προκειμένου να διαμορφωθεί από 713 σε έως και 780 ευρώ. Επιπλέον, ανασχεδιάζεται το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, για τους οποίους εξάλλου προωθείται η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης. Συγχρόνως, υλοποιούνται μικρές αυξήσεις στις αποδοχές 2,5 εκατ. συνταξιούχων.
«Η αύξηση των κατώτερων μισθών θα τροφοδοτήσει αναπόφευκτα τον πληθωρισμό. Αν ο πληθωρισμός ήταν πρόσκαιρος, η πολιτική των επιδομάτων θα ήταν η ενδεδειγμένη, καθώς θα προστάτευε τους πιο ευάλωτους και θα απέτρεπε μισθολογικές αυξήσεις που θα τροφοδοτούσαν το σπιράλ τιμών -μισθών. Ωστόσο, μετά από σχεδόν 2 χρόνια πληθωριστικών πιέσεων, είναι αναπόφευκτη η αύξηση των μισθών, για την προστασία του επιπέδου ζωής. Ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη τη σημαντική του υποχώρηση τα χρόνια που προηγήθηκαν. Ειδάλλως, θα υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση στο βιοτικό επίπεδο και σημαντική αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των ασθενέστερων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται», τονίζει στην «Κ» ο οικονομολόγος Αριστομένης Βαρουδάκης, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και ανώτερο στέλεχος σε Παγκόσμια Τράπεζα και ΟΟΣΑ.
Πίσω από το υψηλό κόστος διαβίωσης
Πέρα από τις όποιες στρεβλώσεις στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, βασική πηγή της ακρίβειας στην Ελλάδα είναι η δομική υψηλή φορολογία που συντήρησε σε υψηλά επίπεδα τις τιμές ακόμη και την περίοδο που οι αποδοχές μειώνονταν. Υπ’ αυτήν την έννοια, προκρίνονται ως βασικά συστατικά μιας αναβάθμισης της αγοραστικής δύναμης αφενός η επέκταση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και δικτύων, αφετέρου η μείωση του μη μισθολογικού κόστους με παράλληλη αναμόρφωση δαπανών και φόρων. Και φυσικά, στο τέλος της ημέρας, η ενίσχυση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μέσω της περαιτέρω σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στον τομέα της προσέλκυσης επενδύσεων.
Συμπερασματικά: η οικονομία ανακάμπτει έπειτα από πολυετή ύφεση και στασιμότητα, τα δημόσια οικονομικά έχουν τεθεί υπό σχετικό έλεγχο παρά τις πιέσεις από τις διαδοχικές κρίσεις και η χώρα έχει μπει στο παιχνίδι της διεκδίκησης ξένων κεφαλαίων. Ωστόσο, η συγκυρία είναι ατυχής εξαιτίας του πληθωριστικού κύματος, οι φόροι και οι εισφορές παραμένουν υψηλοί παρά τις ελαφρύνσεις των τελευταίων ετών και η δημιουργία νέων δυναμικών επιχειρήσεων με καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας παραμένει το μεγάλο ζητούμενο παρά τη μείωση της ανεργίας.
Οι αριθμοί
Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι 4 στα 10 νοικοκυριά δαπανούν το 40% του εισοδήματος για τα αναγκαία προς το ζην, ποσοστό που διαμορφώνεται σαφώς πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με την αγοραστική δύναμη στην Ε.Ε. να έχει σημειώσει αύξηση 1,9% σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, η Ελλάδα παραμένει 22η στην ευρωπαϊκή κατάταξη – το μέσο ποσό για καταναλωτικές δαπάνες αγγίζει τα 9.433 ευρώ ετησίως ή 786 ευρώ μηνιαίως (EURES).
– Βασικά έξοδα (ηλεκτρισμός, θέρμανση, ύδρευση, δημοτικά τέλη) για διαμέρισμα 85 τετραγωνικών περίπου 170,00 €/μήνα
– Χρέωση ανά λεπτό προπληρωμένης κινητής τηλεφωνίας περίπου 0,41 €
– Μηνιαία Σύνδεση internet 25,00 – 30,00 €
– Εισιτήριο αστικών συγκοινωνιών Αθήνας 1,20 €
– Έναρξη κούρσας ταξί 3,50 € και ανά χιλιόμετρο 1,00 €
– Αμόλυβδη βενζίνη περίπου 2,50 €/λίτρο
– Πακέτο εισαγόμενων τσιγάρων περίπου 4,60 €
– Νερό 500ml από περίπτερο 0,50 €
– Γάλα από σουπερμάρκετ ανά λίτρο περίπου 1,20 €
– Κρασί από σουπερμάρκετ 750ml περίπου 6,00 €
– Ψωμί μισό κιλό 1,00 €
– Γεύμα σε εστιατόριο ανά άτομο από 10,00 €
– Καπουτσίνο από 2,50 €
– Τοπική μπίρα 500ml από 4,00 €
– Ένα ποτό σε μπαρ από 6,00 €
– Ένα χοτ-ντογκ από 0,90 €
– Ένα σουβλάκι από 2,50 €
Πηγή αριθμών: Ευρωπαϊκή Επιτροπή