Βαλτώνουν οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις
αρακτηρίζονται η «ραχοκοκαλιά της οικονομίας», αλλά μάλλον η ραχοκοκαλιά αυτή υποφέρει από… σκολίωση. Ο λόγος φυσικά για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες, πέρα από τα δομικά προβλήματα που είχαν προ του 2008, ακόμη δεν έχουν καταφέρει να αντισταθμίσουν τις απώλειες από τις διαδοχικές κρίσεις της περιόδου από το 2009 κι έπειτα.
Πώς εξηγείται αυτό; Ο προσανατολισμός κυρίως στις υπηρεσίες –κατά βάση στην εστίαση και στα καταλύματα, κλάδοι ιδιαιτέρως ευάλωτοι στις κρίσεις όπως απέδειξε και η πρόσφατη πανδημία– και όχι σε κλάδους με πιο βιώσιμη προοπτική ανάπτυξης, όπως η μεταποίηση, και ο χαμηλός βαθμός εξωστρέφειας και ψηφιοποίησης είναι μερικές από τις κυριότερες αιτίες. Στα παραπάνω μειονεκτήματα έρχεται να προστεθεί η περιορισμένη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση, απότοκο της πραγματικότητας της οικονομικής κρίσης.
Κάθε άλλο παρά τυχαία είναι η επισήμανση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην τελευταία έκθεσή της για τις επιδόσεις των ΜμΕ στην Ε.Ε.-27 περί χαμηλού δυναμισμού των ελληνικών επιχειρήσεων. Αυτό το χαρακτηριστικό μάλιστα συσχετίζει η Κομισιόν με το πόσο συχνά ανοίγουν και κλείνουν επιχειρήσεις στην Ελλάδα, κυρίως στους κλάδους της εστίασης και των καταλυμάτων, επιχειρήσεις συχνά βραχύβιες, με ευκαιριακό χαρακτήρα και με κίνητρο την ανάγκη. Τέτοια χαρακτηριστικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι έχουν και πολλές μικρομεσαίες λιανεμπορικές επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις επιδόσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε όλα τα κράτη-μέλη διαπιστώνεται ότι στην Ελλάδα αυτές αύξησαν την προστιθέμενη αξία τους κατά 7,6% το 2022 σε σύγκριση με το 2020. Επίδοση που φαίνεται μεν υψηλή, αλλά που όπως η ίδια η Κομισιόν αναφέρει στην πραγματικότητα είναι πολύ χαμηλότερη, καθώς η παραπάνω αύξηση είναι ονομαστική, δεν έχει ληφθεί υπόψη δηλαδή η επίδραση του υψηλού πληθωρισμού. Σημειώνεται ότι μόνο σε επτά κράτη-μέλη της Ε.Ε. (Βέλγιο, Δανία, Ισπανία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία και Σλοβενία) επετεύχθη πραγματική αύξηση της προστιθέμενης αξίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το 2022, ακόμη και μετά την προσαρμογή στον πληθωρισμό. Η απασχόληση στις ελληνικές ΜμΕ αυξήθηκε το 2022 σε σύγκριση με το 2020 κατά 5,1%, ενώ ο αριθμός των επιχειρήσεων κατά 3,6%.
Η βαθιά εξάρτηση της ελληνικής επιχειρηματικότητας και ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τον κλάδο των υπηρεσιών αποτυπώνεται στα σχετικά στοιχεία της έκθεσης της Κομισιόν. Το 52,4% των ελληνικών ΜμΕ, έναντι 51,3% στην Ε.Ε., δραστηριοποιείται στον κλάδο των υπηρεσιών, το 28,8% στο εμπόριο, χονδρικό και λιανικό (έναντι 23,6% στην Ε.Ε.), το 8,7% στις κατασκευές (έναντι 15,4% στην Ε.Ε.) και το 8,5% στον κλάδο της μεταποίησης, ποσοστό ίδιο με αυτό στην Ε.Ε.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι μόνο ποσοτικό. Είναι κυρίως ποιοτικό, όπως φανερώνουν τα στοιχεία για την προστιθέμενη αξία ανά κλάδο δραστηριοποίησης των ελληνικών ΜμΕ. Ετσι, το 35,4% της συνολικής προστιθέμενης αξίας των ελληνικών ΜμΕ προέρχεται από τον κλάδο των υπηρεσιών (40% στην Ε.Ε.), κάτι που σημαίνει ότι έχουμε μεν πολλές ΜμΕ σε αυτόν τον κλάδο, αλλά με σχετικά χαμηλές επιδόσεις, το 33,5% από το εμπόριο (24,5% στην Ε.Ε.), το 7,2% από τις κατασκευές (12,3%) και το 18,7% από τον κλάδο της μεταποίησης (19,1% στην Ε.Ε.).
Τα στοιχεία για τη διαχρονική εξέλιξη της προστιθέμενης αξίας των ΜμΕ δείχνουν και κάτι ακόμη ενδιαφέρον: το χαμένο έδαφος από τις διαδοχικές κρίσεις και κυρίως από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας δεν έχει ανακτηθεί πλήρως, με συνεπακόλουθο τη διεύρυνση του χάσματος με τις μεγάλες επιχειρήσεις, αυτές που απασχολούν από 250 άτομα και άνω και αποτελούν στην Ελλάδα το 0,1% του συνολικού αριθμού επιχειρήσεων.
Ετσι, ενώ η προστιθέμενη αξία των ΜμΕ ήταν πάνω από 55 δισ. ευρώ το 2009, υποχώρησε ραγδαία τα επόμενα πέντε χρόνια φθάνοντας τα 26,61 δισ. ευρώ το 2014, ξεπέρασε τα 32 δισ. ευρώ το 2019, για να υποχωρήσει το 2020, χρονιά εκδήλωσης της πανδημίας, στα 28,36 δισ. ευρώ, και να διαμορφωθεί σε πάνω από 34 δισ. ευρώ το 2022, ελέω, βεβαίως, πληθωρισμού.
Την ίδια ώρα οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες επίσης υπέστησαν απώλειες μετά το 2009, ανέκαμψαν από το 2014 και ήδη από το 2021 η προστιθέμενη αξία τους είναι υψηλότερη σε σύγκριση με το 2008.
Από τα αναλυτικά στοιχεία για τους επιμέρους υποκλάδους, ανάπτυξη καταγράφεται σε όσους σχετίζονται με την ενέργεια, τη διαχείριση απορριμμάτων, το real estate και τα logistics, ενώ σε πιο παραδοσιακούς κλάδους, όπως αυτός του εμπορίου, ανάπτυξη καταγράφεται μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Πέρα από το στρεβλό παραγωγικό μοντέλο στο οποίο στηρίζεται εν συνόλω η ελληνική οικονομία, οι ελληνικές ΜμΕ, παρά την «αναγκαστική» πρόοδο που έκαναν λόγω της πανδημίας, εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από χαμηλό βαθμό ψηφιοποίησης. Μόλις το 39% των ελληνικών ΜμΕ έχει ένα βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, πολύ χαμηλότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (55%), και μόλις το 17%, έναντι 34% στην Ε.Ε., χρησιμοποιεί λύσεις υπολογιστικού νέφους (cloud).
Οταν το 99,9% των επιχειρήσεων είναι μικρομεσαίες, η… σκολίωση αν μη τι άλλο δεν αφορά μόνο αυτές καθεαυτές τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά συνολικά την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
www.kathimerini.gr