Ασπίδα για τις ελληνικές τράπεζες στη διεθνή «καταιγίδα» οι καταθέσεις
Αντοχές έναντι της τρέχουσας κρίσης εντοπίζουν οι οίκοι αξιολόγησης στις ελληνικές τράπεζες. Οπως επισημαίνουν Moody’s και DBRS, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών είναι θωρακισμένη έναντι της αναταραχής που σημειώνεται στον τραπεζικό κλάδο διεθνώς, καθώς και σε πιθανά σοκ στο χαρτοφυλάκιο ομολόγων «τύπου Silicon Valley Bank», χάρη στις ισχυρές και αυξανόμενες καταθέσεις.
Ειδικότερα, σε διαδικτυακή παρουσίαση της Moody’s για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας έπειτα και από την αναβάθμιση των προοπτικών της σε θετικές στην οποία προχώρησε ο οίκος την Παρασκευή, διατηρώντας ωστόσο την αξιολόγηση τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική, ο επικεφαλής αναλυτής του οίκου, Στέφεν Ντουκ, τόνισε πως οι ελληνικές τράπεζες είναι σε πολύ καλή θέση να αντεπεξέλθουν στην τρέχουσα διεθνή «καταιγίδα». Οπως ανέφερε, η καταθετική βάση για το σύνολο του κλάδου είναι ισχυρή και οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη προχωρήσει σε πολλές κινήσεις για να ενισχύουν τη θέση τους.
Σε έκθεση που δημοσιοποίησε η Moody’s για τις ελληνικές τράπεζες παράλληλα σημειώνεται πως οι συνολικές καταθέσεις των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 5,8% το 2022, υποστηρίζοντας τη ρευστότητά τους με μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας στο 198% στο τέλος του 2022. Περίπου το ήμισυ των ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων τους είναι σε τίτλους του ελληνικού Δημοσίου και κατηγοριοποιούνται σε «διατήρηση έως τη λήξη» (held to maturity). Αν και η αύξηση των επιτοκίων τα τελευταία τρίμηνα δημιούργησε ορισμένες μη καταγεγραμμένες ζημίες στα χαρτοφυλάκια αυτά, αυτές είναι περιορισμένες λόγω των θέσεων αντιστάθμισης έναντι του κινδύνου που έχουν λάβει οι τράπεζες, επισημαίνει ο οίκος. «Δεν αναμένουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα καταγράψουν σημαντικές ζημίες από αυτούς τους κρατικούς τίτλους κατά την περίοδο 2023-2024», τονίζει η Moody’s. Επιπλέον αναφέρει πως και οι τέσσερις τράπεζες συνέχισαν να αξιοποιούν τις διεθνείς κεφαλαιαγορές κατά το 2022 προκειμένου να καλύψουν τις ελάχιστες απαιτήσεις MREL και ο οίκος αναμένει ότι θα συνεχίσουν να το κάνουν τα επόμενα 2-3 χρόνια, αν και με υψηλότερο κόστος.
Στο τέλος του 2022 οι καταθέσεις αντιπροσώπευαν περίπου το 81% της συνολικής χρηματοδότησης, με περίπου 70% του συνόλου να προέρχεται από πελάτες λιανικής, και αυτές οι καταθέσεις τείνουν συνήθως να είναι λιγότερο ευμετάβλητες από εκείνες των επιχειρήσεων. Παράλληλα, όπως επισημαίνει, η ρευστότητα είναι ικανοποιητική, ενώ τα κεφαλαιακά αποθέματα και των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών είναι επαρκή για την απορρόφηση οποιασδήποτε πίεσης χρηματοδότησης και ρευστότητας.
Προσπαθώντας να ποσοτικοποιήσει τον πιθανό αντίκτυπο ενός σοκ τύπου SVB, η DBRS καταλήγει πως είναι διαχειρίσιμο. Οπως αναφέρει, οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν σημαντικές επενδύσεις σε τίτλους σταθερού εισοδήματος που αντιπροσώπευαν περίπου το 16% του συνολικού ενεργητικού στο τέλος του 2022, περίπου το διπλάσιο των συνολικών ιδίων κεφαλαίων τους. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των τίτλων είναι ελληνικά κρατικά ομόλογα και άλλα κρατικά χρεόγραφα και περίπου το 80% αυτών ταξινομείται στο αποσβεσμένο κόστος.
Ο πιθανός αντίκτυπος
Σε ένα θεωρητικό στρες τεστ που διενήργησε ο οίκος, όπου οι ελληνικές τράπεζες αναγκάζονται να πωλήσουν ολόκληρο αυτό το χαρτοφυλάκιο ομολόγων με ζημία προ φόρων 5%-10% (όπως στην περίπτωση της κατάρρευσης των SVB και Signature Bank στις ΗΠΑ), εκτιμά ότι ο αντίκτυπος στα κεφάλαια θα είναι περίπου 150-300 μονάδες βάσης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι στρατηγικές αντιστάθμισης έναντι του κινδύνου. «Πιστεύουμε ότι είναι απίθανο οι ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίσουν σημαντική πίεση όσον αφορά τη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα, δεδομένης της ισχυρής καταθετικής βάσης τους και των επαρκών επιπέδων ρευστότητας», καταλήγει ο οίκος.
www.kathimerini.gr